- ανέμβατος
- ἀνέμβατος, -ον (AM)απλησίαστος, ακατανόητος (αποδίδεται στη φύση του Θεού)αρχ.1. απάτητος, αυτός στον οποίο δεν έχει πατήσει άνθρωπος2. εκείνος στον οποίο δεν επιτρέπεται να πατήσει κανείς, άβατος3. όποιος δεν πηγαίνει σε κάποιο χώρο.
Dictionary of Greek. 2013.